-
1 шест
шест м спорт, о κοντός* прыжки с \шестом τα άλματα επί κοντώ* * *м спорт.ο κοντόςпрыжки́ с шесто́м — τα άλματα επί κοντώ
-
2 άλμα
τό1) прыжок; скачок;άλμα εις μήκος (είς ύψος) — прыжок в длину (в высоту);
άλμα επί κοντώ — прыжок с шестом;
2) воен, бросок;3) перен. пропуск, непоследовательность, перескакивание (в рассказе, в рассуждении);μην κάνεις άλματα — рассказывай по порядку
См. также в других словарях:
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
δέκαθλο — Σύνθετο αθλητικό αγώνισμα που αποβλέπει στη γενική άσκηση των αθλητικών ικανοτήτων του ατόμου, ανεξάρτητα από κάθε ειδίκευση. Τα δέκα αγωνίσματα του δ. είναι: δρόμος 100 μ., άλμα εις μήκος, σφαιροβολία, άλμα εις ύψος, δρόμος 400 μ., δρόμος 110 μ … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek